- -αλάκι
- Γλωσσ.κατάληξη ουδετέρων υποκοριστικών τής Ν. Ελληνικής που αποσπάστηκε από υποκοριστικά ουσιαστικά σε -άλιπρβλ. κουτάλι-κουταλάκι, μαγκάλι-μαγκαλάκι, πορτοκάλι-πορτοκαλάκι, στραγάλι-στραγαλάκι, τσουβάλι-τσουβαλάκι. Έτσι, προήλθε η επαυξημένη υποκοριστική κατάληξη -αλάκι (< -άλι + -άκι), με την οποία σχηματίζονται διάφορα υποκοριστικά: βήχας-βηχ-αλάκι, μπόγος-μπογ-αλάκι, ρούχο-ρουχ-αλάκι, σύκο-συκ-αλάκι κ.τ.ό.
Dictionary of Greek. 2013.