-αλάκι

-αλάκι
Γλωσσ.
κατάληξη ουδετέρων υποκοριστικών τής Ν. Ελληνικής που αποσπάστηκε από υποκοριστικά ουσιαστικά σε -άλι
πρβλ. κουτάλι-κουταλάκι, μαγκάλι-μαγκαλάκι, πορτοκάλι-πορτοκαλάκι, στραγάλι-στραγαλάκι, τσουβάλι-τσουβαλάκι. Έτσι, προήλθε η επαυξημένη υποκοριστική κατάληξη -αλάκι (< -άλι + -άκι), με την οποία σχηματίζονται διάφορα υποκοριστικά: βήχας-βηχ-αλάκι, μπόγος-μπογ-αλάκι, ρούχο-ρουχ-αλάκι, σύκο-συκ-αλάκι κ.τ.ό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συκαλάκι — το, Ν 1. υποκορ. συκάκι 2. είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται από ανώριμα σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύκο + υποκορ. κατάλ. αλάκι (πρβλ. ρουχ αλάκι)] …   Dictionary of Greek

  • Νουβία — Περιοχή στα Ν του πρώτου καταρράκτη του Νείλου (σήμερα έδαφος κατά ένα μέρος αιγυπτιακό και κατά ένα μέρος σουδανικό), που ήταν κατοικημένη στα αρχαία χρόνια από τον αφρικανικό πληθυσμό των Νουβίων, για τους οποίους δεν υπάρχουν σαφείς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”